- ὑπερδοκεῖ
- ὑπερδοκέωam more than ofpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ὑπερδοκέωam more than ofpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερδοκώ — έω, Α θεωρώ κάτι ως πολύ θετικό και το αποδέχομαι («κἀμοὶ ὑπερδοκεῑ ταῡτα» συμφωνώ και με το παραπάνω σε αυτά, Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δοκῶ «νομίζω, σκέφτομαι, θεωρώ σωστό»] … Dictionary of Greek